ассимилироваться - ορισμός. Τι είναι το ассимилироваться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ассимилироваться - ορισμός


ассимилироваться      
несов. и сов.
1) Уподобляться кому-л., чему-л., превращаться во что-л.
2) Страд. к несов. глаг.: ассимилировать.
ассимилироваться      
АССИМИЛ'ИРОВАТЬСЯ, ассимилируюсь, ассимилируешься, ·совер. и ·несовер. (·книж. ).
1. с кем-чем или кому-чему. Уподобиться (уподобляться) кому-чему-нибудь.
2. страд. к ассимилировать
.
АССИМИЛИРОВАТЬСЯ      
изменяясь, уподобиться (уподобляться) чему-нибудь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ассимилироваться
1. Они не хотят ассимилироваться, становиться россиянами.
2. Люди, надо мягко соприкасаться, нежно ассимилироваться!
3. "Бывшие наши" не хотят больше стопроцентно ассимилироваться.
4. Причем вновь прибывшие испытывают все меньше желания ассимилироваться.
5. Смогут ли эмигранты ассимилироваться, сохраняя свою идентичность, традиции, религию, историю?
Τι είναι ассимилироваться - ορισμός